- αμηνολόγητος
- -η, -οαυτός που χρονολογείται χωρίς να αναφέρεται ο μήνας: Το έγγραφο είναι αμηνολόγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] … Dictionary of Greek